προξενητής

προξενητής
προξεν-ητής, οῦ, ,
A broker, agent, CIG2942 ([place name] Tralles); σωμάτων slave-broker, OGI524.2 (pl., Thyatira); [

γάμου] Cod.Just. 5.1.6.1

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προξενητής — ο, θηλ. προξενήτρια, ΝΜΑ, θηλ. και προξενήτρα Ν [προξενῶ] αντιπρόσωπος σε διαπραγματεύσεις, πράκτορας, μεσίτης νεοελλ. παροιμ. «ανύπαντρος προξενητής για λόγου του γυρεύει» λέγεται για εκείνον που επιδιώκει το δικό του συμφέρον και προσποιείται… …   Dictionary of Greek

  • προξενητής — ο θηλ. ήτρα αυτός που μεσολαβεί για συνοικέσιο: Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα, να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα (δημ. τραγ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Proxenetismo — El proxenetismo es el oficio del proxeneta (Del lat. proxenēta, y este del gr. προξενητής) consiste en obtener beneficios económicos de la prostitución de otra persona. El proxenetismo en muchos países constituye un delito. A los proxenetas se… …   Wikipedia Español

  • proxeneta — (Del lat. proxeneta < gr. proxeneo, hacer de patrono.) ► sustantivo masculino femenino Persona que facilita y media en las relaciones sexuales entre otras, con fines lucrativos. SINÓNIMO chulo * * * proxeneta (del lat. «proxenēta», del gr.… …   Enciclopedia Universal

  • αποκρισάρης — κ. αποκρισιάρης, ο (AM ἀποκρισιάριος) [απόκρισις] 1. απεσταλμένος, πληρεξούσιος 2. προξενητής αρχ. γραμματέας …   Dictionary of Greek

  • ερμηνεύς — ἑρμηνεύς, ὁ (AM) 1. αυτός που εξηγεί κάτι, αυτός που κάνει κάτι σαφές 2. αυτός που μεταφράζει από τη μια γλώσσα στην άλλη, ο διερμηνέας, ο δραγομάνος 3. ο μεσάζων, ο προξενητής 4. ο μεσίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος με θέμα άγνωστης ετυμολ. + κατάλ …   Dictionary of Greek

  • ερμηνεύω — (AM ἑρμηνεύω, Α δωρ. τ. έρμανεύω) [ερμηνεύς] 1. διασαφηνίζω, εξηγῶ, αναπτύσσω κάτι κατά τρόπο σαφή και κατανοητό 2. (για έργα τέχνης) κατανοώ βαθιά ή εκτελώ με επιτυχία θεατρικό ή μουσικό έργο 3. μεταγλωττίζω από μια γλώσσα σε άλλη 4. (νομ.)… …   Dictionary of Greek

  • μεσίτης — (I) ο, θηλ. μεσίτρια και μεσίτρα (ΑM μεσίτης, Α θηλ. μεσῑτις, ιδος, Μ θηλ. μεσίτρια και μεσίτρα και μεσίτισσα) αυτός που παρεμβαίνει ή μεσολαβεί μεταξύ δύο προσώπων ή ομάδων με σκοπό τον συμβιβασμό, τη σύναψη συμφωνίας ή τη συμφιλίωση («διαταγεὶς …   Dictionary of Greek

  • νυμφαγωγός — νυμφαγωγός, όν (ΑΜ) αυτός που οδηγεί τη νύφη από το πατρικό σπίτι στο σπίτι ή στην πατρίδα τού γαμπρού αρχ. 1. αυτός που φέρνει τη νύφη 2. αυτός που διαπραγματεύεται τον γάμο κάποιου, προξενητής 3. παράνυμφος, κουμπάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη +… …   Dictionary of Greek

  • παρακαλεστής — ο [παρακαλώ] 1. άτομο που παρακαλεί, που ικετεύει κάποιον για κάτι 2. άτομο που ζητάει κοπέλα σε γάμο από την οικογένεια της με εντολή και για λογαριασμό άλλου, προξενητής …   Dictionary of Greek

  • προαγωγεύω — ΝΑ [προαγωγός] εκτελώ το έργο προαγωγού, παρακινώ, εξωθώ σε πορνεία, είμαι προαγωγός, μαστροπός αρχ. μτφ. ενεργώ ως προξενητής, προξενεύω («αὐτὸς ἑαυτὸν προαγωγεύει ὀφθαλμοῑς», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”